- αλούπι
- τό1) лисья шкура; 2) лиса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλέπι — και αλούπι, το 1. η αλεπού 2. δέρμα αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπακας] … Dictionary of Greek